DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | adjective
alternatív [-i´v el. al´t-] n ~et; pl. ~
gen. εναλλαγή; εναλλακτικός m
comp., MS επιλογές f
IT ζήτημα f; θέμα f; περίπτωση
Alternatív [-i´v el. al´t-] n
comp., MS Επιλογές f; Εναλλακτική
alternativt adj.
gen. εναλλακτικά