DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
alárm [alar´m] n ~et; pl. ~
gen. συσκευή συναγερμού,συναγερμός; σε επαγρύπνηση
comp., MS αφύπνιση
environ. συναγερμός m
Alárm [alar´m] n
comp., MS Αφυπνίσεις
alarm
: 1 phrase in 1 subject
Criminal law1