DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
aktivitét [-ite´t] n ~en ~er
gen. δραστηριότητα f; ενεργότητα f; πυρηνική δραστηριότητα
nucl.phys. ραδιενέργεια m
pharma. δραστικότητα f
Aktiviteter n
comp., MS Εκδηλώσεις