DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
aktiverad v
econ., IT ενεργοποιημένος
aktivéra v
gen. δραστηριοποιώ
account. εγγράφω στο ενεργητικό; καταχωρώ στο ενεργητικό
comp., MS ενεργοποιώ