DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
akt n ~en ~er
gen. αρχείο,φάκελος m; δικαιοπραξία; πράξη
environ. Χάρτης m; Χάρτα m (νομική πράξη); πράξεις m; αποφάσεις m; Χάρτης/Χάρτα νομική πράξη; πράξεις/αποφάσεις m
law φάκελλος; φάκελλος υπόθεσης; δικογραφία
ǻker [å´ker] v åkte åkt
agric. χωράφι; τμήμα γης
earth.sc. αγρός αμειψισποράς
environ. ύπαιθρος; αγρός; πεδίο; περιοχή ορυχείου πετρελαιοπηγής
forestr. καλλιεργήσιμη γη
å̀ka v
gen. οδηγώ
akt
: 17 phrases in 6 subjects
Economics7
Environment1
Law4
Marketing1
Medical1
Microsoft3