DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
aggregát [-a´t] n ~et; pl. ~
chem., met. συσσωμάτωμα f
earth.sc., chem. συσσώρευμα
forestr. κεφαλή μηχανήματος συγκομιδής
IT, dat.proc. συνάθροιση
met. αδρανές πρόσμιγμα
stat., account. μακροοικονομικά/συνολικά μεγέθη
aggregat
: 1 phrase in 1 subject
Economics1