DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
affärer n
environ. επιχείρηση; κερδοσκοπική δραστηριότητα; κλάδος; επιχείρηση/κερδοσκοπική δραστηριότητα/κλάδος
affä́r [afä´r] n ~en ~er
gen. υπόθεση
comp., MS πώληση
environ. εμπορικό κατάστημα; συνεργείο (εργοστασίου); εμπορικό κατάστημα/συνεργείο εργοστασίου
fin. συναλλαγή