DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
adhesion n ~en
earth.sc. πρόσφυσις; ειδική συνάφεια,ειδική πρόσφυσις
life.sc., agric. προσκολλητικότητα f; πρόσφυση
med. συγκόλληση
transp. κόλληση; συνάφεια m; σύνδεση
adhesion
: 1 phrase in 1 subject
Economics1