DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
adápter [-ap´ter] n ~n adaptrar
gen. σύνδεσμος προσαρμογής,προσαρμογέας
chem. κανάλι τροφοδοσίας
el. προσαρμογέας f; συμπι-αποσυμπιεστές; προσαρμογέας συνδετήρα
IT, dat.proc. διάταξη προσαρμογής μηχανήματος; προσαρμογέας μηχανήματος
life.sc., construct. σύνδεσμος προσαρμογής
adapter
: 1 phrase in 1 subject
Economics1