DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ackumulàtor [-a`t-] n ~n ~er [-o´r-]
environ. συσσωρευτής m; αποταμιευτής m; συσσωρευτής/αποταμιευτής m
forestr. δοχείο πιέσεως; δοχείο αδρανείας
industr. θάλαμος μεταβίβασης; θάλαμος μεταφοράς; θάλαμος συμπίεσης
mater.sc., energ.ind., el. δευτερογενές στοιχείο
met. εφεδρικό δοχείο αποθήκευσης