DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
àvvikelse n ~n ~r
comp., MS διακύμανση
el. "κρέμασμα"
fin. διαφορά κόστους συναλλαγής
law παρέκκλιση; εξαίρεση
mater.sc. διαφορά f
med. διαταραχή
stat. απόκλιση
stat., tech. σφάλμα
avvikelse
: 1 phrase in 1 subject
Economics1