DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
àvveckling n ~en ~ar
gen. ρευστοποίηση
fin. κλείσιμο θέσης; εξέλιξη
tech., nucl.phys. αποξήλωση των πυρηνικών εγκαταστάσεων; παροπλισμός των πυρηνικών εγκαταστάσεων
àvveckling monetära utjämningsbelopp n
fin., econ., agric. κατάργηση των νομισματικών εξισωτικών ποσών; κατάργηση των νομισματικών αντισταθμιστικών ποσών