DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
àvtal n ~et; pl. ~
gen. συνθήκη
econ. σύμβαση
environ. συμφωνητικό m
forestr. συμβόλαιο m
law διακανονισμός m; διευθέτηση; συμφωνία
mater.sc., el. συμβόλαιο παροχής ηλεκτρικού ρεύματος; σύμβαση παροχής ηλεκτρικού ρεύματος