DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
àvstämning n ~en ~ar
account. συμφωνία στοιχείων
el. συντονισμός m; συντονισμός κυκλώματος
interntl.trade. συνεδρίαση απολογισμού
IT, dat.proc. έλεγχος ισοζύγισης