DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
verb | adjective | to phrases
àvsluta v
gen. συμπεραίνω; τελειώνω
comp., MS πραγματοποιώ έξοδο
fin. ολοκληρώνω μια συναλλαγή
IT, earth.sc., el. τερματίζω
Àvsluta v
comp., MS Έξοδος
àvslutad v
gen. τερματισμένος
àvslutande adj.
IT εγκατάλειψη
avslutande
: 1 phrase in 1 subject
Environment1