DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
àvskedande n ~t ~n
law απόλυση
law, lab.law. άμεση καταγγελία; άτακτη καταγγελία; απρόθεσμη καταγγελία
avskéda v
law απολύω
law, lab.law. απολύω με άμεση καταγγελία; απολύω με άτακτη καταγγελία; απολύω με απρόθεσμη καταγγελία
avskedande
: 1 phrase in 1 subject
Microsoft1