DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
àvsättning n ~en ~ar
gen. απαλλαγή καθηκόντων
commun. αποβαφή; μουτζούρωμα f
econ. εμπορία f
environ. διάθεση στην αγορά; εμπορία/διάθεση στην αγορά/αγοραστική μάρκετινγκ
law απόλυση
avsättningar n
market. εφεδρείες m; εφεδρικές προβλέψεις; προβλέψεις