DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
àvrùndning n ~en ~ar
agric., industr., construct. αποστρογγύλωση
industr., construct. στρογγύλεμα f
industr., construct., met. κοπή άκρων
IT αποκοπή; ψαλιδισμός
met. βάθος διατομής
stat. στρογγυλοποίηση
avrundningar n
gen. στρογγυλοποιήσεις m
avrundning
: 3 phrases in 1 subject
Taxes3