DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
àvlopp n ~et; pl. ~
gen. αποχέτευση
construct. υποδοχή στομίου αποστραγγίσεως
environ. υπόνομος/οχετός m
life.sc. εκβολή τάφρου
avlopp
: 2 phrases in 1 subject
Natural resourses and wildlife conservation2