DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
àvledare n ~n; pl. ~, best. pl. -ledarna
earth.sc. εκτροπέας f
el. αλεξικέραυνο; απαγωγέας υπερτάσεων; ασφάλεια
mech.eng., construct. αποσβεστήρας βολταϊκού τόξου