DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
àvlastning n ~en ~ar
comp., MS μετατόπιση φόρτου
el. αποφόρτιση; μείωση φορτίου
forestr. φόρτωση
industr., construct. εκφόρτωση
mater.sc., construct. εκφόρτιση
avlästning n
gen. απομάκρυνση από τον τύπο; αφαίρεση από τη μήτρα; αφαίρεση από τον τύπο
avlastning
: 6 phrases in 4 subjects
Economics3
Health care1
Medical1
Statistics1