DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
àvkylning n ~en ~ar
agric., mech.eng. φάση της ψύξης
health. επιβάρυνση του οργανισμού από το ψύχος του εργασιακού περιβάλλοντος
industr., construct., met. ψύξη