DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
àvkastning n ~en ~ar
agric. απόδοση εσοδειών
econ. γεωργική απόδοση
econ., fin., account. εισόδημα f; προϊόν; πρόσοδος m
environ. απόδοση; μέρισμα f (οικονομία); απόδοση γεωργικής παραγωγής; απόδοση/μέρισμα οικονομία
fin. συντελεστής κέρδους
forestr. παραγωγή