DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
àvgift n ~en ~er
gen. αντίτιμο m
el. τιμή
environ. δικαίωμα (χρήσης); συγγραφικά δικαιώματα; τέλος m; εισφορά f; είσπραξη φόρου; επιστράτευση; εισφορά/είσπραξη φόρου/επιστράτευση; δικαίωμα χρήσης/συγγραφικά δικαιώματα
fin. ποσό δικαιωμάτων εκμετάλλευσης
law, environ. αμοιβή/τέλος/δικαιώματα/δίδακτρα/εξέταστρα/εισφορά
law, insur. ασφαλιστική εισφορά
tax., social.sc., lab.law. συνδρομή
tax., transp. διόδια f
avgifter n
fin. επιβαρύνσεις; φορολογικές επιβαρύνσεις
avgift
: 1 phrase in 1 subject
Microsoft1