DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
àvgörande n ~t ~n
gen. αποφασιστικός m
environ. αποφάσεις m (σύνολο); διαγραμμισμός/αποφάσεις σύνολο
law απόφαση
àvgöra v
gen. αποφασίζω
avgörande
: 1 phrase in 1 subject
Economics1