DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
àvdrag n ~et; pl. ~
gen. συμπέρασμα f
fin. έκπτωση; προκαταβολική παρακράτηση
forestr. αφαίρεση
industr., construct., met. θάλαμος καυσαερίων
IT ανάλυση έκτασης κειμένου
avdrag
: 1 phrase in 1 subject
Economics1