DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
àvbrott n ~et; pl. ~
commun. απόρριψη
comp., MS διακοπή
industr., construct., chem. Διακοπήδιακοσμητής με πλέγμα
law παύση
stat., scient., el. διακοπή προγράμματος