DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
àrv n ~en
comp., MS μεταβίβαση
econ. κληρονομιά f
IT κληροδότηση
law διαδοχή; κληρονομική διαδοχή; κληρονομία f; διαδοχή αιτία θανάτου
ä̀rva v
med. κληρονομώ
arv
: 1 phrase in 1 subject
Economics1