DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
àrbetsplats n ~en ~er
gen. πόστο m
comp., MS τοποθεσία γραφείου
econ. τόπος εργασίας
environ. θέση χώρος εργασίας
forestr. εργοτάξιο m
lab.law. θέση εργασίας
unions., met. χώρος εργασίας
arbetsplats
: 22 phrases in 4 subjects
Economics1
Environment7
Information technology1
Microsoft13