DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
àrbetsområde n ~t ~n
earth.sc., mech.eng. περιοχή λειτουργίας
el. όρια λειτουργίας
industr., construct., met. θερμοκρασία εργασίας
IT χρήσιμος χώρος ή ωφέλιμος χώρος; ζώνη ανάπτυξης; ξήλωμα; πεδίο δράσης; πεδίο παρέμβασης
lab.law. ζώνη εργασίας; χώρος εργασίας
mech.eng. δυνατότητες εργασίας
arbetsområde
: 2 phrases in 2 subjects
Economics1
Environment1