DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
àrbetsledare n ~n; pl. ~, best. pl. -ledarna
commun. εκχωρητής
econ. εργοδηγός m
fin., empl. κατώτερα διοικητικά στελέχη
forestr. πρωτομάστορας f
gov. επιστάτης εργασιών
law, econ. υπάλληλος μεθόδευσης παραγωγής; υπάλληλος προγραμματισμού παραγωγής
law, lab.law. επιστάτης; επόπτης m
nat.sc., agric. επιβλέπων f; επόπτης εργασιών
arbetsledare
: 1 phrase in 1 subject
Economics1