DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
àrbetskraft n ~en ~er
econ. οικονομικά ενεργός πληθυσμός
econ., social.sc., empl. οικονομικώς ενεργός πληθυσμός ; εργατικό δυναμικό
environ. εργατικό δυναμικό; ανθρώπινο δυναμικό
forestr. εργασία
lab.law. ενεργός πληθυσμός; το εργατικό δυναμικό
arbetskraften n
law, lab.law. εργατιά f