DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
àrbetarskydd n ~et
gen. εργασιακή ασφάλεια,ασφάλεια στην εργασία; ασφάλεια στους χώρους εργασίας
econ. ασφάλεια στην εργασία
environ. βιομηχανική ασφάλεια; εργασιακή ασφάλεια; εργασιακή ασφάλεια/ασφάλεια στην εργασία
lab.law. προστασία του εργασιακού περιβάλλοντος
lab.law., agric. ασφάλεια; προστασία m
law μέτρα πρόληψης ατυχημάτων; πολιτική πρόληψης ατυχημάτων
social.sc., lab.law. εργατική προστασία; προστασία των εργατών
arbetarskydd
: 1 phrase in 1 subject
Economics1