DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
ànslag n ~et; pl. ~
gen. ειδοποίηση; χορήγηση
chem. απόθεμα εκκίνησης
econ. τοιχοκόλληση
el. διάταξη τοποθέτησης βάθους εργαλείου σύσφιξης
fin. πίστωση
fin., econ. πίστωση του προϋπολογισμού
forestr. παύση; στάση
mech.eng. στοπ; διακόπτης τέρματος διαδρομής
anslag
: 1 phrase in 1 subject
Trade unions1