DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ànsökan n
lab.law. υποβολή υποψηφιότητας
law αίτηση; γραπτή αίτηση; δικσγραφo; δικσγραφo πρoσφυγής; δικσγραφo της πρoσφυγής
law, commun. αιτούντες f; πρoσφεύγωv
polit., law αίτημα; έγγραφη προσφυγή' αίτηση