DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ànrikning n ~en
el. εμπλουτισμός του υλικού καύσεως; πύκνωση; συσσώρευση
environ. συγκέντρωση; συμπύκνωση; εμπλουτισμός m; συγκέντρωση/συμπύκνωση