DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
ànpassning n ~en ~ar
comp., MS δημιουργία αντιγράφων προσαρμοσμένου κειμένου; εμπορική προσαρμογή; προσαρμογή
earth.sc., lab.law., mech.eng. συνήθεια
el. ταίριασμα f
IT, el. ευθυγράμμιση
anpassning
: 2 phrases in 1 subject
Finances2