DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ànpassa v
gen. συμμορφώνω
comp., MS εξατομικεύω; προσαρμογή
forestr. εναρμονίζω
law εξοικειώνω; προσαρμόζω
anpassad v
gen. προσαρμοσμένος
Ànpassa v
comp., MS Εξατομίκευση