DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ànlöpning n ~en
chem. ανόπτηση μετά το καλούπωμα; θερμική κατεργασία μετά το καλούπωμα
earth.sc., met., el. επαναφορά f
industr., construct., met. ανάπτυξη χρώματος με θερμική κατεργασία; θόλωμα από σουλφάτ; θάμπωμα; πούσι