DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
ànläggning n ~en ~ar
gen. κατασκευή m
agric., fish.farm. εκμετάλλευση; μovάδα υδατoκαλλιέργειας; υδατοκαλλιεργητική εκμετάλλευση
econ. γεωργική εκμετάλλευση
environ. εγκατάσταση
anläggningar dammar vägar etc. n
account. κατασκευές φράγματα δρόμοι κτλ
anläggning
: 1 phrase in 1 subject
Environment1