DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
ànkare n ankarn el. ankaret; pl. ~ el. ankaren, best. pl. ankarna
gen. άγκυρα f
el. οπλισμός μαγνήτη
el., construct. άγκυρα προτόνου
mech.eng., el. οπλισμός m; περιέλιξη ηλεκτρομηχανής; επαγωγικό τύμπανο
transp., nautic., fish.farm. άγκυρα θαλάσσης; πλωτή άγκυρα
ankare
: 1 phrase in 1 subject
Economics1