DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
àndel n ~en ~ar
gen. μερίδα συμμετοχής; μερίδιο m
fin. επένδυση μετοχικού κεφαλαίου
forestr. ποσοστό m
andel
: 7 phrases in 3 subjects
Earth sciences2
Economics4
General1