DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
Sä̀kerhet n
comp., MS Προστασία m; Ασφάλεια
sä̀kerhet n ~en ~er
econ. εγγύηση
environ. ασφάλεια
fin. εγγύηση δανείου; χρεόγραφα f; πρόσθετη ασφάλεια; κάλυψη; μέσον εξασφαλιστικό των απαιτήσεων; δανειακή εγγύηση
law εγγυοδοσία
transp., avia. απόρρητο m