DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
Ràder n
comp., MS σειρές
rad n ~en ~er
agric. δίχτυ οδηγός; γραμμές f; σειρές φυτών στο φυτώριο
comp., MS γραμμή; σειρά
IT πλειάδα
rådande v
gen. υπαρκτός
rå̀da v
gen. συμβουλεύω