DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
Matrís [-i´s] n
comp., MS Πίνακας f
matrís [-i´s] n ~en ~er
chem. καλούπι; τύπος m
commun. κωδικό κύκλωμα
comp., MS πίνακας f; μήτρα f
el. θετικό m; μεταλλικό θηλυκό; μητέρα f
IT, dat.proc. πίνακας μεταβλητών
market., mater.sc. φιλιέρα; κοιλότητα f
scient. μητρώο m