DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
Kàll adj.
comp., MS Αδιάφορος
kàll adj. ~t ~a
gen. κρύος
comp., MS αδιάφορος
environ. ψύχος; κρύο; ψύξη (κρυολόγημα); ψύχος/κρύο/ψύξη κρυολόγημα
kàll- adj.
earth.sc., mech.eng. κρύος; χαμηλή θερμοκρασία; ψυχρός