DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
Fílter [fil´ter] n
comp., MS Τμήμα Web φίλτρου
fílter [fil´ter] n filtret; pl. ~, best. pl. filtren
construct. ζώνη φίλτρου
environ. φίλτρο m; ηθμός m; φίλτρο σκόνης
IT φίλτρο αρχείου; φίλτρο αρχείου γραφείου
mech.eng. πώμα εκκενώσεως του θραυστήρα
stat. φίλτρο m