DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
EG-förordning
econ. κανονισμός ΕΚ
environ. κανονισμός της ΕΚ; κανονισμός (ΕΚ); Κανονισμός ΕΚ; κανονισμός της ΕΚ/κανονισμός ΕΚ