DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
to phrases
Àrbete [ar`bete långt första e] n
comp., MS Εργασία
àrbete [ar`bete långt första e] n ~t ~n
comp., MS τηλέφωνο εργασίας; φαξ εργασίας; Τηλέφωνο εργασίας
earth.sc., chem. έργο
econ. εργασία
lab.law. ενεργός εργασία
law, lab.law. χειρωνακτική εργασία; επαγγελματική απασχόληση
Arbete
: 1 phrase in 1 subject
Economics1