DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ventíl [-i´l] n ~en ~er
gen. βαλβίδα,δικλείδα
earth.sc., mech.eng. βαλβίδα συμπιεστή; επαγώγιμο,βαλβίδα,εφαρμογή
el. διάταξη βαλβίδας
mater.sc. βαλβίδα έμφραξης; εσωτερική βαλβίδα
mech.eng. βαλβίδα
-ventíl n
forestr. υδραυλικές θύρες